Πώς βλέπουμε ταινίες;
Πώς και γιατί στην πραγματικότητα βλέπουμε ταινίες; «Το Hollywood χρησιμοποίησε την εφεύρεση της κινηματογραφικής κάμερας. Εφηύρε μια νέα μορφή τέχνης, στο πλαίσιο της οποίας ο θεατής εμπλέκεται στο έργο τέχνης. Η κάμερα μεταφέρει τον θεατή σε κάθε σκηνή κι εκείνος προσλαμβάνει τα γεγονότα από μέσα, σαν να είναι περιτριγυρισμένος από τους χαρακτήρες στην ταινία» (Wedding, Boyd και Niemiec, 2005: 1).
Διερευνώντας εκείνο το «σαν να», οδηγούμαστε στα μονοπάτια της ψυχαναλυτικής προσέγγισης του κινηματογράφου και της υπαρξιακής ψυχολογίας. Σε αυτήν την προοπτική βάθους προστίθεται η προοπτική εύρους με τη σύμπραξη της αφηγηματικής ψυχολογίας. Η εστίαση που παρουσιάζεται εδώ έχει οικουμενικό χαρακτήρα και δεν αφορά μόνο τα προϊόντα της έβδομης τέχνης. Θα καταδειχθεί με ποιον τρόπο οι ταινίες, περισσότερο από άλλα καλλιτεχνήματα, «αγγίζουν», συνομιλούν, κινητοποιούν και ενεργοποιούν ποικιλοτρόπως τον θεατή.
Πρέπει να επισημανθεί από την αρχή κιόλας, ότι θα ασχοληθούμε με τις ταινίες μυθοπλασίας. Τονίζοντας ότι πρόκειται για μυθοπλασία, ακόμα κι όταν το σενάριο βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Επιπλέον, θα επικεντρωθούμε σε αυτές επειδή αποτελούν την πλειονότητα των προσβάσιμων ταινιών.
Οι ταινίες μάς επηρεάζουν τόσο σε επιφανειακό όσο και σε βαθύτερο επίπεδο. Λόγω μιας πλειάδας παραγόντων που αφορούν τόσο το ίδιο το μέσο, όσο και το εγγενές ψυχοπνευματικό δυναμικό του ανθρώπου. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου είδους τέχνης συνίστανται στη μουσική, στους διαλόγους, στον φωτισμό, στις λήψεις της κάμερας, στα ηχητικά εφέ και σε διάφορες άλλες κινηματογραφικές τεχνικές.
Σε πρώτο επίπεδο, ο κινηματογράφος επιδρά στην πρωτογενή πρόσληψή μας χωρίς καν να το αντιλαμβανόμαστε. Παράλληλα αξιοποιεί τους ψυχολογικούς και γνωστικούς μηχανισμούς προκειμένου να επιτύχει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Σε δεύτερο επίπεδο, αγγίζει βαθύτερες ανθρώπινες ανάγκες και ενεργοποιεί ασυνείδητα περιεχόμενα φέρνοντάς τα στο προσυνειδητό. Σε τρίτο επίπεδο, μας παρουσιάζει εναλλακτικά σύμπαντα διαβίωσης, συμπεριφοράς, διαχείρισης, κοσμοθεώρησης. Μιας και η έβδομη τέχνη προσιδιάζει με τον πιο επιτυχημένο τρόπο τη ρευστότητα του ψυχικού οργάνου ο κινηματογράφος θα μπορούσε, κατ’ αναλογία στο όνειρο, να αποτελεί τη via regia προς το ασυνείδητο.
Γιατί βλέπουμε ταινίες;
- Άραγε, γιατί μας συνεπαίρνει η θέαση κινηματογραφικών ταινιών τόσο πολύ; Γιατί βλέπουμε ταινίες;
- Ο βασικός λόγος που ο άνθρωπος ανατρέχει στην (κινηματογραφική) αφήγηση είναι επειδή συνειδητοποιεί πολύ νωρίς την οντολογική μοναξιά του. Έτσι προσπαθεί να την απαρνηθεί προσποιούμενος ότι δεν υπάρχει. Αυτό το επιτυγχάνει με την Ψυχ-αγωγία, δηλαδή με την κατάσταση εκούσιας λήθης που επέρχεται κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης ταινιών. Τότε κάνει διακοπές από τους περιορισμούς της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητάς του. Στις ταινίες ανακαλύπτει εναλλακτικές δυνατότητες δράσης που του δίνουν τη δυνατότητα να κατασκευάσει νόημα και να ζήσει τη ζωή του βάσει αυτού. Επιλέγοντας και διαμορφώνοντας τις προσωπικές του αξίες, ακριβώς επειδή είναι ελεύθερος να κάνει επιλογές. Ειδικά στον κινηματογράφο παρατηρείται το κύριο χαρακτηριστικό του μύθου: η δημιουργία ενός συνδετικού κρίκου ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η αφήγηση είναι μια παρελθούσα εμπειρία που διαμεσολαβείται στο εδώ και τώρα και μεταφέρει πολύτιμες συμβουλές για το μέλλον (Παπαλεοντίου 2014).
- Πίσω από την κινηματογραφική εμπειρία βρίσκεται όμως και μια βαθύτερη ανάγκη με υπαρξιακό χαρακτήρα. Είναι η ίδια ανάγκη που ώθησε τον άνθρωπο να κατασκευάσει μύθους. Έτσι μπορεί να εξηγήσει το μυστήριο της ζωής και να κατευνάσει τον φόβο του μπροστά στο τετελεσμένο της ύπαρξης.
«Έχουμε ανάγκη την τέχνη, για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια», αποφαίνεται ο Νίτσε.
Αναγνωρίζοντας ότι η αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, αποτελεί μια εξίσου ισχυρή ανάγκη. Υπονοείται λοιπόν ότι η τέχνη είναι ένα καταφύγιο, που, όπως και η ψυχή, κατέχει κομβική σημασία για την επιβίωση. Σε τι συνίσταται όμως η αλήθεια; Ποια αλήθεια έχει διαχρονική και πανανθρώπινη ισχύ; Σύμφωνα με τον υπαρξισμό, οι μοναδικές οικουμενικές αλήθειες είναι εκείνες της ζωής και του θανάτου. Η συνειδητοποίησή τους εκλύει την αγωνία της ύπαρξης (Kierkegaard 1957: 63). Ωστόσο, παρόλο που ο θάνατος μάς εξαφανίζει, η μνήμη του μάς σώζει, επειδή μπορεί να λειτουργήσει σαν λάκτισμα επίγνωσης και αυτοπραγμάτωσης. Συνειδητοποιώντας την υπαρξιακή μοναξιά μας φορτιζόμαστε με άγχος (Fromm 1977: 90), που προσπαθούμε να χειριστούμε καταφεύγοντας, μεταξύ άλλων, στην τέχνη.
Οι υπαρξιακοί φιλόσοφοι και ψυχολόγοι θεωρούν ότι σε αυτό συμβάλλει η επίγνωση της διαφορετικότητας και μοναδικότητας. Η τελευταία οδηγεί στην επίγνωση της μοναξιάς του ανθρώπου. «Αν, και όταν, το άτομο έχει το θάρρος να κοιτάξει την ύπαρξή του κατάματα δεν μπορεί παρά να βιώσει πολλαπλά συναισθήματα. Πολλά, έντονα και αμφίσημα. […] Χρειάζεται κουράγιο (Tillich 1952) για να μπορέσει να αντικρύσει κανείς το εύρος των συναισθημάτων του χωρίς να φοβηθεί και να λυγίσει. Μπορεί να τον κατακλύσει ακόμα και απόγνωση ή αίσθηση πλήρους ματαιότητας. Σε αυτές τις στιγμές η ανεύρεση νοήματος μπορεί να αποβεί σωτήρια, μπροστά στο βασικό δίλημμα του Καμύ, του Σαίξπηρ και τόσων άλλων φιλοσόφων και συγγραφέων» (Γεωργαντά 2012).
Καλούμενοι να αντιμετωπίσουμε το νόημα και τον σκοπό της ζωής μας προκειμένου να τα εκπληρώσουμε , αντέχουμε οποιαδήποτε κατάσταση ύπαρξης μόνο νοηματοδοτώντας την. Η επιλογή νοήματος στηρίζεται κατά βάση στην ερμηνεία της πραγματικότητας που μας ταιριάζει σε συνειδητό και ασυνείδητο επίπεδο και ποικίλει ως προς τη μορφή της (π.χ. θρησκεία, φιλοσοφία, ζώδια, μεταφυσική κτλ.). Εντούτοις, ελλοχεύει η αίσθηση του χάους και η υποψία ότι δεν υπάρχει προκαθορισμένο νόημα στο σύμπαν. Δημιουργώντας νόημα ο άνθρωπος παίρνει την ευθύνη του αυτοκαθορισμού και των επιλογών του. Ανεξάρτητα από την οικογενειακή, κοινωνική και πολιτιστική κληρονομιά του.
“Παρά την έντονη υπόνοια της ματαιότητας, ο άνθρωπος αποζητά τον κατευνασμό της υπαρξιακής αγωνίας μέσα από τη νοηματοδότηση.”
Ο Fischer στο Η αναγκαιότητα της τέχνης τονίζει ότι αυτό το επιδιώκει βγαίνοντας από τον εαυτό του. «Ποθεί ν’ απορροφήσει τον γύρω κόσμο και να τον κάμει δικό του. Να επεκτείνει το φιλοπράγμονο, πειναλέο για γνώση “εγώ” του στην επιστήμη και την τεχνολογία μέχρι τους απώτατους αστερισμούς και ως τα βάθη των εσώτατων μυστικών του ατόμου.
Να ενώσει, στην τέχνη, το περιορισμένο του “εγώ” με μια κοινοτική ύπαρξη, να κάνει κοινωνική την ατομικότητά του. […] Ο πόθος του ανθρώπου ν’ αυξαίνει και να συμπληρώνεται υποδηλώνει πως είναι κάτι παραπάνω από άτομο. Νιώθει πως μπορεί να φτάσει την ολοκλήρωση μόνο αν κατακτήσει την πείρα άλλων, η οποία μπορεί δυνάμει να είναι δική του. Εκείνο μάλιστα που ο άνθρωπος νιώθει ως δυναμικό ον περιλαβαίνει το καθετί που η ανθρωπότητα ως σύνολο είναι ικανή να κάμει. Η τέχνη είναι το απαραίτητο μέσο γι’ αυτό το βύθισμα του ατόμου στο σύνολο. Αντανακλά την άπειρη ικανότητά του για συνένωση, την ικανότητά του να συμμερίζεται εμπειρίες και ιδέες […]».
Κομβική είναι η νιτσεϊκή θέση ότι «είμαστε οι επιλογές μας». Μέσα από την ερμηνεία της πραγματικότητάς του ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να κάνει επιλογές. Επιλογές που θα τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει την οντολογική μοναξιά. Συνεπώς, θα αναλάβει την ευθύνη των επιλογών και των πράξεών του και θα ενεργοποιήσει τη δύναμη της βούλησής του. Έτσι θα επιτύχει την υπέρβαση και ειδικά την αυτοϋπέρβασή του ώστε να γίνει ο νιτσεϊκός Υπερ-άνθρωπος (Νίτσε 1999). Σε αυτή τη θέση βασίζεται και το Cinema Coaching. Όχι με σκοπό να υπερβούμε τον εαυτό μας προς χάριν της επίδοσης, αλλά προς χάριν της αυτοπραγμάτωσης. Οι επιλογές και οι πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας, όπως και η προσωπική ευθύνη της ανάπτυξής μας, ενισχύονται στο πλαίσιο αυτής της αυτογνωσιακής δουλειάς, με τη βοήθεια του κινηματογράφου. Να λοιπόν στην πραγματικότητα το γιατί βλέπουμε ταινίες.
Μάθετε τα πάντα για τους λόγους που μας ωθούν να παρακολουθούμε ταινίες, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ο Κινηματογράφος μπορεί να λειτουργήσει ως ψυχαναλυτικό εργαλείο, στη νέα μελέτη της Δρ. Λίλιαν Τσιαβού “Ο Φάουστ κι εγώ”!