Μάρνη Χατζηεμμανουήλ: συνέντευξη στην Μαρία Τσακίρη
Μπορεί τα κυριακάτικα μεσημέρια μας να είναι λιγότερο… νόστιμα και ασφαλώς λιγότερο παραδοσιακά χωρίς την «Κυριακή στο χωριό», ωστόσο και πάλι ένα χωριό είναι αυτό που πρωταγωνιστεί στη ζωή της Μάρνης Χατζηεμμανουήλ. Μάλιστα, την ενέπνευσε για να γράψει το πρώτο της παραμύθι. Πρωταγωνίστριά της η Λόλα. Η άσπρη κότα -που ως άλλη Φράνκα Ποτέντε μπήκε σε περιπέτειες μ’ ένα θρασύτατο ασπροκούναβο. Εισέβαλε το άτιμο στο κοτέτσι και απείλησε τις φίλες της κι εκείνη τολμηρή και αποφασισμένη να τις βοηθήσει αλλά και να λύσει το μυστήριο του εισβολέα, φωνάζει «Run Lola run», όχι στους δρόμους του Βερολίνου αλλά στις γειτονιές των Νέων Φλογητών. Οι μικροί αναγνώστες σίγουρα θα συμπαθήσουν όλους τους ήρωες του παραμυθιού, ίσως λίγο περισσότερο τον αστυνόμο, που όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας έχει αδυναμία στα ζελεδάκια με γεύση τριαντάφυλλο και «είναι αποφασισμένος να πιάσει τον «διάβολο της νύχτας», βρέξει χιονίσει…»
Επιλέξατε τον τίτλο μιας επιτυχημένης και πολυβραβευμένης γερμανικής ταινίας. Ήταν αυτός ο λόγος που αποφασίσατε να τον δώσετε στο παραμύθι σας;
Η Λόλα είναι η κεντρική ηρωίδα της ιστορίας μας και προσπαθεί να λύσει το μυστήριο με την επίθεση του ασπροκούναβου στο κοτέτσι που ζούσε. Συζητήσαμε τον ελληνικό τίτλο: «Τρέξε Λόλα τρέξε» αλλά ναι, ο τίτλος στα αγγλικά δεν ήταν καθόλου αδιάφορος λόγω της γνωστής ταινίας του Τίκβερ το 1998, που σάρωσε τα βραβεία και αγαπήθηκε από το κινηματογραφόφιλο κοινό σε ολόκληρο τον κόσμο.
Πρωταγωνίστριά σας η Λόλα. Μια άσπρη κότα που την παρακολουθούμε στο εξώφυλλο να τρέχει στο δάσος τρομαγμένη. Μαααα, τι συμβαίνει στη γλυκιά σας ηρωίδα;
Πράγματι είναι τρομαγμένη, αναστατωμένη. “Run Lola run” φωνάζει μέσα της και τρέχει με όλη της τη δύναμη για να σωθεί και να σώσει τις φίλες της από το ασπροκούναβο που έχει επιτεθεί στο κοτέτσι τους…
Μια ξεκαρδιστική περιπέτεια με την πιο έξυπνη κότα στον κόσμο γράφει στο εξώφυλλο του παραμυθιού. Τι είναι αυτό που κάνει την ηρωίδα σας περισσότερο έξυπνη από τις τριάντα φίλες της στο κοτέτσι;
Η Λόλα δεν είναι καμιά τυχαία. Είναι η σπουδαιότερη ντεντέκτιβ όλων των εποχών. Έχει εξιχνιάσει υποθέσεις και υποθέσεις. Έχει ρίξει στα δίχτυα της αστυνομίας κλεφτοκοτάδες, διαρρήκτες μαντριών, καρπουζοκαιπεπονοκλεφταράδες, τσαντάκηδες, πορτοφολάδες, μπουκαδόρους, ποντικούς, τους πιάνει όλους στη φάκα και τους στέλνει στη φυλάκα.
Να υποθέσουμε πως η ιστορία σας είναι αληθινή; Πως υπάρχει μια κότα άσπρη εκεί, που τη λένε Λόλα και όχι μόνο… ανακατεύεται με τα κοινά αλλά και λύνει αστυνομικές υποθέσεις;
Όχι μόνο να το υποθέσετε, αλλά να το πιστέψετε κιόλας.
Η περιπέτειά της εκτυλίσσεται στα Νέα Φλογητά. Φαντάζομαι πως δεν ήταν τυχαία η επιλογή του τόπου. Τι σας δένει, λοιπόν, με τον παραθαλάσσιο και όμορφο αυτό οικισμό της Χαλκιδικής;
Η συγγραφή του παραμυθιού οφείλεται σε ένα γεγονός που συνέβη στα Νέα Φλογητά πριν από πέντε χρόνια. Μια γλυκιά καλοκαιρινή νύχτα ξυπνήσαμε από τις φωνές των περιοίκων, τα κακαρίσματα, τα γαβγίσματα. Βγήκαμε στο μπαλκόνι. Μέσα στο σκοτάδι διακρίναμε ανθρώπινες σιλουέτες: «Από εκεί έφυγε», «Να το πιάσουμε», «Μα πώς έγινε αυτό;» Σύντομα μάθαμε πως ένα κουνάβι επιτέθηκε στα κοτέτσια. Η μόνη κότα της γειτονιάς που γλίτωσε από την επίθεση ήταν η Λόλα. Η λευκή κότα που βλέπετε στις εικόνες. Έζησε για άλλα τέσσερα χρόνια, -μέχρι πέρυσι- ολομόναχη πηγαινοερχόταν στο κοτέτσι, έτρωγε, έπινε, κακάριζε. Η παρουσία της έδινε «τροφή» σε εμάς και στους γείτονες να επαναφέρουμε κάθε τρεις και λίγο το θέμα της επίμαχης νύχτας.
«Ό,τι δεν λύνεται, κόπτεται» είναι το μότο της ηρωίδας σας, διαβάζω. Δώστε μας μία σκηνή από την καθημερινότητά της στο κοτέτσι, που το εφάρμοσε.
Δεν τολμούν όλοι να κόψουν τον «γόρδιο δεσμό» και να επιλύσουν τολμηρά αλλά και αποφασιστικά ζητήματα που ταλαιπωρούν τους ίδιους και τους γύρω τους. Η Λόλα έχει δείξει το κοφτερό της ράμφος σε πολλούς… όπως για παράδειγμα όταν τέθηκε θέμα απομάκρυνσης του κυρ-Θύμιου του ξεπουπουλιασμένου από τις νεότερες του κοτετσιού και τους το έκοψε μαχαίρι: «ως εδώ και μη παρέκει» είπε και το θέμα έκλεισε, ή μια άλλη φορά όταν οι γειτόνισσες κουτσομπόλευαν την Πηνελόπη για τον Δασέα και τις απείλησε ότι θα το πει… στον Κύκλωπα Πολύκαρπο, τον μονόφθαλμο πελώριο γάτο της κυρά Χάιδως που κάθε μεσημέρι έκανε σουλάτσο έξω από τα κοτέτσια και δεν το είχε σε τίποτα να μπει μέσα για να «κανονίσει» τις κακομαθημένες…
Κάθε παραμύθι έχει και έναν «κακό». Στο δικό σας αυτόν τον ρόλο ανέλαβε ένα… κατά τα άλλα συμπαθές ασπροκούναβο. Μιλήστε μας γι’ αυτό το ζωντανό που αναστάτωσε ένα ολόκληρο χωριό και τρία κοτέτσια!
Όταν έγινε η επίθεση εκείνο το βράδυ, ένας από τους ιδιοκτήτες των κοτετσιών, άρχισε να καλεί σε βοήθεια… Την άλλη μέρα το πρωί μας είπε ότι ναι, είδε το ασπροκούναβο, χρώματος… μαύρου και πως θα λάμβανε μέτρα αρχικά για να εντοπιστεί και κατά δεύτερο για να μην ξανασυμβεί παρόμοιο γεγονός. Τι θα έκανε; Θα κλείδωνε τις νέες κότες του στο κοτέτσι κάθε βράδυ και δεν θα τις άφηνε ελεύθερες στην αυλή.
Θα δούμε στην ανάγνωση αν η Λόλα έλυσε το μυστήριο, πως το έλυσε και ποια ήταν η τύχη του κακόμοιρου του ασπροκούναβου, γι’ αυτό και θα ήθελα τώρα να μας μιλήσετε για τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές του παραμυθιού σας.
Πρωταγωνιστικός ρόλος –εκτός της Λόλας και του ασπροκούναβου- είναι του αστυνόμου, που έχει αδυναμία στα ζελεδάκια με γεύση τριαντάφυλλο. Επιμένει πως δεν υπάρχουν ασπροκούναβα αλλά μόνο πετροκούναβα, βρομοκούναβα, μαυροκούναβα, καφεκούναβα. Είναι αποφασισμένος να πιάσει τον «διάβολο της νύχτας», βρέξει χιονίσει. Όμως και οι δευτεραγωνιστές και οι τριταγωνιστές βοηθούν στην εξέλιξη της ιστορίας.
Η εικονογράφηση του βιβλίου είναι εντυπωσιακή και σίγουρα θα τραβήξει την προσοχή των παιδιών. Είναι δική σας; Πρέπει να σα πω ότι ξεχώρισα τον κόκορα στη σελίδα 16, που μάλλον είναι ο κυρ–Θύμιος ο ξεπουπουλιασμένος. Μ’ έκανε πραγματικά να ξεκαρδιστώ…
Αρχικά κουβεντιάσαμε την άποψή μου για τα πρόσωπα του παραμυθιού. Στη συνέχεια ανέλαβαν οι συνεργάτες το atelier iWrite, με αυτά τα υπέροχα αποτελέσματα που βλέπετε. Αααααα κι εγώ όταν είδα τον κυρ-Θύμιο -έχει άλλη μία βερσιόν του στη σελίδα 3- ενθουσιάστηκα.
Η ιστορία σας είναι γλυκιά και διασκεδαστική. Σίγουρα, όμως, θέλετε να περάσετε κάποιο μήνυμα στους μικρούς σας αναγνώστες. Τι θα μπορούσε να πει συμπληρωματικά η μητέρα, ο παππούς ή η γιαγιά όταν θα ολοκληρώσει το διάβασμά του στα παιδιά ή τα εγγόνια του;
Πολλά και σημαντικά, γιατί κάθε ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας μας έχει κάποια εντοπισμένα στοιχεία στον χαρακτήρα του που μπορούν να συζητηθούν. Σε γενικές γραμμές, όμως, μπορούν να πούνε στα εγγονάκια τους πόσο σπουδαίο είναι:
*Να σεβόμαστε τα ζώα και να τα φροντίζουμε
*Να βρίσκουμε τη δύναμη να αντιμετωπίζουμε πράγματα που ξεσπούν απρόβλεπτα στη ζωή μας
*Να σκεφτόμαστε τους φίλους μας και να τους βοηθάμε όποτε μπορούμε
*Να μην παρατάμε εύκολα τους στόχους μας
*Να σεβόμαστε την προσωπικότητα και τις ιδιαιτερότητες των άλλων. Επίσης μέσα από το ‘πάθημα’ του ασπροκούναβου προκύπτει μία μεγάλη αλήθεια που συχνά την ξεχνάμε: πως όταν έρχεται η ώρα να φύγουμε από μία σχέση ή μία κατάσταση πάντοτε ένα μικρό κομμάτι του εαυτού μας μένει πίσω.
Δεν είναι η πρώτη φορά που βάζετε την υπογραφή σας σε κάποια έκδοση. Προηγήθηκε ένα διήγημα, δύο ποιητικές συλλογές, ένα δημοσιογραφικό βιβλίο και η συμμετοχή σας σε ομαδικές εκδόσεις. Τι ήταν αυτό που επικράτησε στην επιλογή ενός παραμυθιού;
Μάλλον σύμπτωση. Έγραφα ώστε να ολοκληρώσω το διδακτορικό μου και η ενασχόληση με τα παραμύθια με ξεκούραζε. Τελικά αναγορεύτηκα διδάκτορας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και εξέδωσα παράλληλα αυτό το παραμύθι.
Η ανάγκη μου να γράφω -ίσως- με οδηγήσει κι εκεί.
Αυτό που σκέπτομαι όση ώρα συζητούμε για το χωριό που φιλοξένησε το πρώτο παιδικό σας παραμύθι, αλλά και τη λαχτάρα σας όταν μιλάτε γι’ αυτό, είναι πως το «έχετε» με το χωριό. Και φυσικά εννοώ την εκπομπή «Κυριακή στο χωριό» της ΕΡΤ-3, με την οποία έχετε ταυτιστεί. Η απουσία σας από την Κυριακή μας είναι αισθητή. Μας λείπετε, πραγματικά και αναρωτιέμαι αν ισχύει το ίδιο και με σας…
Ξέρεις, πάντα με ρωτούν για την «Κυριακή στο χωριό». Ο κόσμος στον δρόμο με σταματάει και με ρωτάει αν θα επιστρέψω. Μου μιλούν με συγκίνηση και είναι δύσκολο να μη νιώθω αντίστοιχα συναισθήματα. Έζησα πολλά χρόνια στον ρυθμό της, πηγαινοερχόμενη από τη Θεσσαλονίκη σε μέρη της ελληνικής περιφέρειας που δεν μπορείς παρά να τα αγαπήσεις. Όμορφη εποχή. Οι άνθρωποι που συναντούσα και συζητούσαμε για τα θέματα που τους απασχολούσαν, τα γραφικά χωριουδάκια… τα φαγητά που δοκίμαζα! Έχω ακόμη καλούς φίλους στα μέρη που βρέθηκα, αγκαλιές αναμνήσεις, παραδοσιακές συνταγές αμαγείρευτες. Ο κύκλος έκλεισε μαζί με τα φώτα της ΕΡΤ το ’13. Έκτοτε δεν επανήλθα. Συνέχισα τη δημοσιογραφική μου πορεία δίνοντας βαρύτητα στο διδακτορικό μου και στο Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΜΘ όπου είμαι Αντιπρόεδρος για τρίτη συνεχόμενη θητεία.
Υπηρετήσατε τη δημοσιογραφία σε μια εποχή που απέχει μακράν από το σημερινό δημοσιογραφικό αλλά κυρίως τηλεοπτικό τοπίο. Κάποιοι συνάδελφοί μας ισχυρίζονται πως κάπου «χάθηκε» η μπάλα. Το πιστεύετε κι εσείς;
Η δημοσιογραφία που ξέραμε δεν υπάρχει. Έχει αλλάξει σε πολλά επίπεδα. Αλλά θα σταθώ στα πιο επίμαχα σημεία της εποχής: τη δημοσιογραφία των πολιτών μέσα από τα social media που επαναφέρει τον διάλογο για τους τρόπους που πρέπει να βρουν οι δημοσιογράφοι για την επιβίωση του επαγγέλματος, τα fake news που κατακλύζουν το διαδίκτυο χωρίς να μπαίνει ‘φρένο’, την απουσία Μέσων στα οποία θα μπορούσαν να εργαστούν οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι, τις χαμηλές έως ανύπαρκτες οικονομικές απολαβές, την πληθώρα εικόνων που καταργούν τον λόγο, την -κατά την άποψή μου- λανθασμένη άποψη που έχουν σχηματίσει οι πολίτες από την τηλεοπτική δημοσιογραφία του κυνηγητού της τηλεθέασης. Τι να πεις στον φοιτητή της δημοσιογραφίας που σε ρωτάει πού να δουλέψει; Ποια είδηση να καλύψει; Βέβαια, κάθε εποχή έχει τα δικά της. Η δημοσιογραφία εμφανίστηκε πρώτη φορά στην αρχαία Ρώμη, το 59 π.Χ. με τις καθημερινές τοποθετήσεις ομιλητών σε σημαντικά γεγονότα της εποχής. Από τότε διένυσε ‘χιλιομετρικές’ αποστάσεις μέχρι σήμερα. Με πυγμή, πάθος και πείσμα επιβιώνει και παραμένει ένα ζωντανό επάγγελμα, ένα ζωντανό κύτταρο στη σύγχρονη πραγματικότητα.
ΕΡΤ-3. Επιμένει με ήθος και επαγγελματισμό σε δύσκολες εποχές. Μήπως της αξίζει μεγαλύτερη προσοχή από όλους μας και ειδικότερα από εκείνους που πρέπει να το κάνουν;
Η ΕΡΤ3 γεννήθηκε το 1988 και αναπτύχθηκε κερδίζοντας την οικονομική και διοικητική της αυτοτέλεια, ζώντας σπουδαίες δημοσιογραφικές στιγμές και αφήνοντας το στίγμα της. Τηλεόραση με περιφερειακά στούντιο, συνεργασίες με την Ευρώπη, δυνατό σήμα, ραδιοφωνικοί σταθμοί, δικό της ιστοχώρο, 24ωρο πρόγραμμα. Ακολούθησε τη μοίρα της ΕΡΤ τόσο το ’13 όσο και το ’15 και με εργαλεία «φθαρμένα» όπως θα έλεγε και ο Κίπλινγκ επιχειρεί να σταθεί στο τηλεοπτικό περιβάλλον της πρωτεύουσας γιατί αυτό έχει απέναντί της ως πανελλαδικό τηλεοπτικό κανάλι. Θυμάμαι από τα πρώτα χρόνια που δούλεψα στην ΕΤ3 αυτή την διαρκώς ανοιχτή συζήτηση που αφορά στην επιβίωσή της. Δυστυχώς! Ωστόσο, ο ρόλος της είναι σημαντικός και σε έναν βαθμό εναλλακτικός. Καλό είναι να της δείξουμε εμπιστοσύνη και να τη στηρίξουμε, εμείς και εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις…
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το να λες σε κάποιον «είσαι κότα», υπονοώντας ότι είναι δειλός, κάθε άλλο παρά αντιπροσωπεύει τη Λόλα. Είναι κότα και φαίνεται. «Ό,τι δεν λύεται, κόπτεται» είναι το µότο της. Ούτε και έχει ενός κοκόρου γνώση φυσικά… γιατί είναι κότα και όχι κόκορας. Επιπλέον, γιατί γνωρίζει καθεμία κότα στο κοτέτσι µε το μικρό της όνομα -και δεν είναι λίγες σε αριθμό-, καταλαβαίνει τι σημαίνουν 30 διαφορετικοί ήχοι και ξέρει να αναγνωρίζει τον κίνδυνο πριν ακόμα ξεσπάσει! Τη νύχτα που το ασπροκούναβο επιτέθηκε στα τρία κοτέτσια ήµασταν όλοι εκεί. Αλλά µόνο η Λόλα μπορούσε να λύσει το μυστήριο…
Δείτε το βιβλίο εδώ
Μίλησε στη Μαρία Τσακίρη
Πηγή Vivlio-life.gr