ΛΑΕ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ! Λαέ της Ελλάδας! Ως πότε θα μας διαχωρίζουν από τους αγαπημένους μας, από αυτούς που πέθαναν πολύ αργότερα από εμάς; Γιατί να μην μπορούμε να τους δούμε; Γιατί να μη γνωρίζουμε τι συμβαίνει κάτω στη Γη;
Ο Γεννηματάς παραδίπλα, ανήσυχος για τη νέα αυτή απόπειρα του Ανδρέα, σιγοψιθύρισε: «Μην τραβάς το σχοινί, Πρόεδρε!».
Εκείνος πάντα αγέρωχος, αγνόησε επιδεκτικά τη συμβουλή του συντρόφου του: «Ο παράδεισος έγινε κόλαση και η κόλαση παράδεισος, σύντροφοι. Απαιτούμε αλλαγή! Και μαζί με όλα όσα ζητήσαμε, απαιτούμε οι προεκλογικές δεσμεύσεις του Ιησού να γίνουν πράξη: Ιερόδουλες και μετανοημένοι ληστές στον παράδεισο, δεξιοί και συντηρητικοί στην κόλαση και στο πυρ το εξώτερο!».
Το κοινό του, αφηνιασμένο, χειροκροτούσε. Συνθήματα όπως το «Ανδρέα, ζεις, εσύ μας οδηγείς» ακούγονταν από τη μία άκρη του παραδείσου ως την άλλη
Ο Γεννηματάς, φανερά προβληματισμένος, σιγοψιθύρισε ξανά στο αυτί του προέδρου: «Ανδρέα μου, ο Ιησούς δεν είπε τίποτα για τους δεξιούς».
«ΚΙ ΟΜΩΣ ΕΙΠΕ», συνέχισε εκείνος: «ΕΙΠΕ ΠΩΣ ΟΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ ΚΙ ΟΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ ΘΑ ΚΑΟΥΝ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ, ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΟ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ Η ΚΛΩΣΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΕΛΟΝΑ, ΠΑΡΑ ΔΕΞΙΟΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΤΙ ΣΩΣΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ!».
Η βοή από τις ιαχές ήταν πλέον τόσο δυνατή, που νόμιζες πως οι πύλες του παραδείσου θα κατέρρεαν. Μια μικρή επανάσταση λάμβανε χώρα στα ουράνια και σίγουρα θα είχε πετύχει, αν εκείνη ακριβώς τη στιγμή δεν εμφανιζόταν η οργισμένη μορφή του Θεού, σκοτεινιασμένη, λες και είχε μόλις ξεπηδήσει από κάποιον αναγεννησιακό πίνακα. Λαέ της Ελλάδας ξεσηκώθηκες.
«ΑΝΔΡΕΑ, ΑΡΚΕΤΑ!»
Όλοι σιώπησαν με τη μία, έσκυψαν και απομακρύνθηκαν αργά, σφυρίζοντας αδιάφορα. Όλοι εκτός από εκείνον. «Θεέ μου, γιατί αντιδράς έτσι; Θα ήθελες μήπως να συζητήσουμε με επιχειρήματα;»
«Όχι, όχι ξανά, Ανδρέα! Δεν θα με κάνεις ρεζίλι στους Χριστιανούς μου με τη διαβολεμένη γλώσσα σου, που τη μέρα την κάνει νύχτα. Όχι, Ανδρέα. Όχι άλλες σοσιαλιστικές αρλούμπες στον παράδεισό μου, όχι άλλη αυταρέσκεια, όχι άλλη επιμονή και όχι άλλη σιγουριά που να πηγάζει από το πουθενά».
«Δεν φταίω εγώ, Θεέ μου, που μας έχεις αποκομμένους από τους νεότερους. Από τότε που ανέβηκα εδώ, δεν έχω συναντήσει σχεδόν κανέναν κατοπινό, δεν γνωρίζω τι έγινε στη χώρα ή στον κόσμο. Το μόνο που μπορώ να υποθέτω, είναι πως οι συνεχιστές μου μετέτρεψαν την Ελλάδα σε έναν παράδεισο».
Ο Θεός, ακόμα πιο εξοργισμένος, κούνησε το χέρι του απορριπτικά: «Αρκετά! Ήρθε η ώρα να βάλω ένα λουρί στην υπέρμετρη ανοησία των ιδεών σου. Ανδρέα, και εσύ, Γιώργο, θα επιστρέψετε πίσω στη Γη. Τέσσερα ταξίδια, σε τέσσερις χρονικές περιόδους. Βρείτε μου ΕΝΑ κληροδότημα της προκοπής που να αφήσατε στην Ελλάδα και εγώ θα σας επιτρέψω να εκπληρώσετε οποιαδήποτε προσωπική σας επιθυμία».
Ο Γεννηματάς άρπαξε από το μπράτσο τον Ανδρέα και τον πήγε ένα βήμα πίσω. «Είναι παγίδα, Πρόεδρε».
«Πράγματι», απάντησε εκείνος, για να συμπληρώσει: «Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, εκδικητικός, εμμονικός, δεξιός. Ο Ιησούς από την άλλη, φιλάνθρωπος, ήπιος, σοσιαλιστής. Και μετά εγώ. Μην ανησυχείς, Γιώργο μου, μπορώ, μπορώ να τα καταφέρω! Θα δεχτώ την πρόκληση».
Ένα φώς πλημμύρισε τον χώρο, οι ψυχές των δύο σοσιαλιστών τηλεμεταφέρθηκαν στιγμιαία από τα ουράνια στην πεζή Ελληνική πραγματικότητα… «Τι ημερομηνία έχουμε, Γιώργο μου; Πού μας πήγε;»
«Να – δες εκεί, στις τηλεοράσεις. 23 Απριλίου 2010!»
«Πώς μοιάζουμε;»
«Είμαστε σαν τότε, Πρόεδρέ μου. Λες να μας αναγνωρίσουν; Εννοώ…»
Ο Ανδρέας δεν επέτρεψε στον σύντροφό του να ολοκληρώσει την πρότασή του. Αντ’ αυτού, έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε μπροστά σε έναν νεαρό που περπατούσε παραδίπλα. Χωρίς να χάσει χρόνο, ξεκίνησε την ανάκρισή του: «Καλό μου παιδί, ξέρεις ποιος είμαι εγώ;»
Εκείνος, αιφνιδιασμένος αλλά χωρίς φόβο, απάντησε αμέσως. «Δεν έχω ιδέα, μπάρμπα. Ποιος είσαι; Τι θες από μένα;»
Ο Ανδρέας το σκέφτηκε για μερικά χιλιοστά. Δεν χρειαζόταν περισσότερο χρόνο. Αχ λαέ της Ελλάδας. «Κοίτα να δεις, αγόρι μου. Μόλις γύρισα από πολύ μακριά… Από… Από την Αυστραλία. Ναι! Και δεν έχω ιδέα τι γίνεται εδώ. Θέλω να με βοηθήσεις!»
«Ιντερνέτ δεν έχεις εκεί να μαθαίνεις τα νέα, ρε φίλε;»
Ο Ανδρέας κοίταξε τον Γεννηματά. Ο τελευταίος ξεφύσησε: «Δεν ξέρω τι εννοεί, Ανδρέα μου, εσύ στο κάτω κάτω έζησες περισσότερο πάνω στη Γη». Έπρεπε να ξαναπροσπαθήσει. Να αυτοσχεδιάσει: «Όχι, νεαρέ μου, δεν έχω αυτό το ιντερνέτ. Ήμουν για τριάντα χρόνια μακριά από τον πολιτισμό. Πες μου τους τελευταίους πρωθυπουργούς αυτής της χώρας – αν δεν σου κάνει κόπο!»
«Εεεε… Δεν ξέρω, ρε φίλε, δεν ασχολούμαι και πολύ». «Ω, Θεέ μου, πέσαμε σε απολιτικό τύπο!» αναφώνησε ο Γεννηματάς, πιάνοντας με το χέρι του το πρόσωπό του. Ο νεαρός απολογήθηκε… «Όχι, φίλε, απλά… Εντάξει, κανείς δεν ασχολείται. Να. Πριν ήταν εκείνος ο χοντρός, ο Κα… Κα… Καραμανλής, ναι, αυτός!»
Ο Ανδρέας γούρλωσε τα μάτια του! «ΚΑΙ ΤΩΡΑ;»
Η παραπάνω ήταν μία μόνο από τις αυτοτελείς, χιουμοριστικές ιστορίες πράσινου ήλιου και γαλανόλευκης ελπίδας που συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή “Παλιό Πασόκ – Το Ορθόδοξο 2” και η οποία προξενεί σεισμικές και σοσιαλιστικές δονήσεις στην Ελλάδα του 2022!