Κατά τον 7ο και τον 6ο αι. π.Χ. οι παλαιότερες αντιλήψεις για τους θεούς, ότι ήταν βίαιες φυσικές δυνάμεις, υποχώρησαν. Επικράτησε έτσι η «νέα» αντίληψη για την θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα. Ότι οι θεοί αποτελούν ηθικές δυνάμεις και αξίες του ελληνικού κόσμου. Η αντίληψη αυτή των θεών ως ηθικών δυνάμεων είχε ως συνέπεια ότι οι άνθρωποι αισθάνονταν πολύ πιο έντονα από όσο πριν την απόσταση από το Θείον. Εκείνος που επιδιώκει να εξομοιωθεί με το Θείον, ή να εμφανιστεί ως συνομιλητής, ομοτράπεζός ή τέκνο τους, ασκεί Ύβρη (αλαζονεία). Προκαλεί έτσι τον φθόνο των θεών.
Οι επτά σοφοί με τα ηθικά γνωμικά τους, όπως «γνώθι σαυτόν», «μηδέ άγαν», «μέτρον άριστον» κ.ά. (τα οποία είχαν χαραχθεί στον πρόναο του δελφικού Ιερού), έβαλαν τις βάσεις της Ορθής Λογικής Σκέψης. Η οποία πλέον διατυπώνεται από ανθρώπους που τα σκέφτηκαν από μόνοι τους, και όχι από θεόπνευστους. Έτσι, πλέον, στις ελληνικές κοινωνίες όποιος επιχειρήσει να ισχυριστεί ότι εκφράζει το θέλημα του Θείου, ότι είναι τέκνο θεού ή θεός ο ίδιος θα θεωρείται υβριστής. Με αυτόν τον τρόπο η θεοκρατία θα ακυρωθεί ως υβριστική απέναντι στο ίδιο το Θείον! Η σύλληψη της ιδέας είναι μεγαλειώδης! Δεν αναλαμβάνει η δημοκρατία ή η προοδευτική διανόηση να συγκρουστεί απευθείας με τη θεοκρατία. Αλλά βάζει τους ουράνιους θεούς να την καταργήσουν!
Ωστόσο, στην αρχαία Ελλάδα, το ωφέλιμο ήταν ότι ποτέ δεν επικράτησε μία οργανωμένη θρησκεία με ενιαίο αλάθητο εξ αποκαλύψεως δόγμα. Γι’ αυτό η σωστή άποψη είναι ότι οι Έλληνες δεν είχαν καμία θρησκεία (όπως τη γνωρίζουμε και κατανοούμε σήμερα). Αλλά μάλλον μία πατροπαράδοτη ευσέβεια διάχυτη από ποικίλες αντιλήψεις περί των θεών που άλλαζαν από εποχή σε εποχή. Αργότερα αυτό που ονομάζουμε σήμερα «θεολογία» έγινε αντικείμενο της φιλοσοφικής έρευνας. Χωρίς όμως ποτέ να ισχυριστεί κανείς από τους φιλοσόφους ότι κατείχε «θεία φώτιση» όταν διατύπωνε τις απόψεις του περί Θείου.
Οι Έλληνες, τηρώντας το ηθικό παράγγελμα «μελέτη το παν», ερευνούσαν και τα περί των θεών με οδηγό τον Ορθό Λόγο.
Όπως σημειώνει ο αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος: «Για τούτο η αναζήτηση της αλήθειας, και μάλιστα αυτή που αναφέρεται στους θεούς, είναι έντονη ορμή προς τη θεότητα. Η σχετική μάθηση και η έρευνα είναι όμοια κατά κάποιο τρόπο με ανάληψη ιερών καθηκόντων. Έργο ιερότερο από κάθε θρησκευτική αποχή, από κάθε υπηρεσία στους ναούς και ταιριάζει κατ’ εξοχήν στη θεά την οποία υπηρετείς. Η οποία είναι εξαιρετικά σοφή και φίλη της σοφίας. Όπως φαίνεται να σημαίνει και το όνομά της, μια και της ταιριάζει περισσότερο από καθετί η γνώση και η επιστήμη».
Και επισημαίνει πως η επιστημονική έρευνα γύρω από το Θείον είναι πολύ πιο ιερή από τις νηστείες και τις ιερουργίες, τα λιβάνια, τα άμφια και τις υμνωδίες. «Έργο ιερότερο από κάθε θρησκευτική αποχή, από κάθε υπηρεσία στους ναούς». Ενώ παρακάτω στο ίδιο κείμενο ο Πλούταρχος υπογραμμίζει πως για τα θέματα που άπτονται της ορθής αντίληψης του Θείου οφείλουμε «να πάρουμε από τη φιλοσοφία τον (ορθό) λόγο ως μυσταγωγό και να σκεφτόμαστε οσίως καθετί απ’ όσα λέγονται και γίνονται στις τελετές, για να μην κάνουμε κι εμείς λάθος, αντιλαμβανόμενοι όσα όρισαν οι νόμοι για τις θυσίες και τις γιορτές αλλιώς».
Όμως, γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ. εμφανίστηκε μία «αίρεση» εντός των ορίων του Ελληνισμού. Αίρεση η οποία αποπειράθηκε για κάποιο διάστημα να αντικαταστήσει την πατροπαράδοτη ελευθεροφροσύνη στις αντιλήψεις περί των θεών με την εισαγωγή θεόπνευστου εξ αποκαλύψεως δόγματος. Ήταν η τάση του Ορφισμού, για την οποία ο Ulrich Wilcken γράφει: «Με τον δογματικό αυτό καθορισμό ενός θεολογικού συστήματος, η ορφική θρησκεία βρίσκεται σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες (και στο θρησκευτικό πεδίο) αντιλήψεις των Ελλήνων και θυμίζει περισσότερο τις θρησκείες “εξ αποκαλύψεως” της Ανατολής».
Στη νέα κυκλοφορία από τη Σειρά Βιβλίων Lux Orbis “Ήλιος από την Κρύπτη” ο συγγραφέας Στέφανος Μυτιληναίος ιχνηλατεί τη σύγκρουση Λογικής και δεισιδαιμονίας κατά την αρχαιότητα και τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες. Μάθετε περισσότερα εδώ.