Σήµερα το ‘χα πάρει απόφαση. Θα το έσκαγα από το τρελάδικο που µε είχε κλείσει η Πολιτεία. Αν και όχι γνήσιος τρελός, αλλά από ανάγκη ηµίτρελος, επειδή δεν είχα άλλους συγγενείς να µε φροντίζουν ή µάλλον να προστατεύουν το σύνολο από µένα. Βαρέθηκα να περιφέροµαι άσκοπα µέσα σε εκείνο το νεοκλασικό κτήριο που µόνο το ισόγειό του ήταν ανακαινισµένο. Οι υπόλοιποι τρεις όροφοι δεν είχαν ανάγκη καλού φαίνεσθαι, άλλωστε ήταν απροσπέλαστοι στο κοινό και αποκλειστικοί για εµάς και τις νταντάδες µας. […]
Καβάλησα ξανά εκείνα τα καράβια Playmobil, µε τα οποία µικρός χανόµουν για ώρες, για να αποδώσω µε λέξεις τα πράγµατα και τις σκέψεις που µε συγκλόνιζαν από τα παιδικά χρόνια, µέχρι τα εφηβικά µάτια, από την κούνια µέχρι τα θρανία και εν τέλει ως την ενήλικη ζωή. Έπιασα την πραγµατικότητα και τη γύρισα ανάποδα. Άλλες φορές την τράβηξα από τα µαλλιά και άλλες τη σιδέρωσα µε ψυχαναγκαστική ακρίβεια µε τσάκα. Την κλώτσησα και τη χάιδεψα. Την πέταξα στη µικρή, αλλά εκρηκτική φόρµα του διηγήµατος, προκαλώντας της επώδυνες, αλλά ελεγχόµενες αιµορραγίες, εσωτερικές και εξωτερικές. Έγραψα ιστορίες για ανθρώπους που σκόνταψαν ή τους έσπρωξαν, µε αποτέλεσµα να βυθιστεί το πόδι τους σε έναν κουβά σκατά, και για άλλους που η τύχη τούς άφησε να χώσουν βαθιά το χέρι τους σε ένα βεδούρι µέλι.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.