Απάτες στην Αθήνα: Μια Μοναδική Παράδοση
Μια Ματιά στην Ιστορία της Εξαπάτησης και της Πονηριάς
Η ιστορία της Αθήνας είναι γεμάτη από απάτες και κόλπα που αναδεικνύουν τη δημιουργικότητα αλλά και την πονηριά των ανθρώπων σε δύσκολους καιρούς. Εξετάζοντας τις απάτες στην Αθήνα από τον 19ο αιώνα έως τον Μεσοπόλεμο, ανακαλύπτουμε μια σειρά από ευρηματικά τεχνάσματα που συνεχίζουν να γοητεύουν, να εκπλήσσουν και, πολλές φορές, να διασκεδάζουν.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, καθώς η πόλη επεκτεινόταν και αναπτυσσόταν, πολλοί πολίτες που αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή κατέφθαναν από την επαρχία. Η έλλειψη γνώσεων και η αγωνία για επιβίωση στην Αθήνα έκαναν πολλούς από αυτούς ευάλωτους στις απάτες. Οι απατεώνες εκμεταλλεύονταν την ανθρώπινη αφέλεια, δημιουργώντας τεχνάσματα που ξεχώριζαν για την πρωτοτυπία τους.
Οι Απατεώνες της Παλιάς Αθήνας
Ένα από τα πιο κλασικά κόλπα στην Αθήνα ήταν οι απάτες των «μανιταριών», οι οποίες περιγράφονται με μοναδική λεπτομέρεια στο βιβλίο του Θωμά Σιταρά. Ο τίτλος «Μανιτάρι» (ή «μανίτα») αναφέρεται σε ένα κόλπο που αφορούσε την εύρεση ενός παραγεμισμένου πορτοφολιού. Αυτό το τέχνασμα περιλάμβανε ένα πορτοφόλι γεμάτο με αντικείμενα που του έδιναν όγκο και βάρος, ώστε να μοιάζει πραγματικά γεμάτο χρήματα. Το «μανιτάρι» εμφανιζόταν τυχαία σε κοινή θέα και ο ανυποψίαστος περαστικός, συχνά ένας χωρικός, το έπαιρνε και απομακρυνόταν βιαστικά για να το ανοίξει σε κάποιο απομονωμένο σημείο. Τη στιγμή που ο περαστικός ετοιμαζόταν να εξετάσει τον «θησαυρό», εμφανιζόταν ένας συνεργός του απατεώνα, ο οποίος ισχυριζόταν πως είχε δει το περιστατικό και ζητούσε «μερίδιο», απειλώντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα έκανε καταγγελία. Σε μια παραλλαγή αυτής της απάτης, εμφανιζόταν ένας τρίτος συνεργός, ο οποίος έπαιρνε πίσω το πορτοφόλι, αφήνοντας τον περαστικό όχι μόνο χωρίς το εύρημα, αλλά και χωρίς τα δικά του υπάρχοντα. Το όνομα «μανιτάρι» αποδίδεται στον τρόπο με τον οποίο η απάτη εμφανιζόταν ξαφνικά και ύπουλα, όπως ακριβώς ξεφυτρώνουν τα μανιτάρια από το έδαφος
Το Κόλπο του «Παπά» και ο Ρόλος των Παπατζήδων
Το γνωστό παιχνίδι με τον «παπά» και τα τρία χαρτιά ήταν ακόμα μία ευρηματική μορφή απάτης που κυριάρχησε στην παλιά Αθήνα. Ο «παπατζής» άφηνε τα θύματα να κερδίσουν στην αρχή, «γλυκαίνοντάς» τα ώστε να ποντάρουν μεγαλύτερα ποσά. Όταν οι παίκτες «ζεσταίνονταν» και αύξαναν τα πονταρίσματά τους, τότε ο παπατζής άλλαζε ταχύτητες και τα θύματα κατέληγαν να χάσουν τα χρήματά τους.
Οι παπατζήδες δρούσαν συνήθως σε πολυσύχναστα σημεία, όπως οι αγορές και τα πανηγύρια, αλλά και σε σημεία κοντά σε στάσεις των τραμ. Οι πολίτες, παρότι γνώριζαν την επικινδυνότητα του παιχνιδιού, δεν αντιστέκονταν στην πρόκληση του παπά, αφού η πιθανότητα γρήγορου κέρδους έδειχνε πάντα δελεαστική.
Απατεώνες-«Μουστερήδες» και «Καρσιλαματζήδες»: Οι Ειδικοί στις Λεπτές Τεχνικές
Η απάτη του «μουστερή» ήταν άλλη μια δημοφιλής τεχνική για τις μικρές αγορές της Αθήνας. Ένας πελάτης έμπαινε σε ένα παντοπωλείο με ένα δοχείο και ζητούσε να αγοράσει μέλι και αλεύρι. Όταν ο καταστηματάρχης του έδινε το αλεύρι, ο μουστερής το έριχνε μέσα στο δοχείο με το μέλι και του ζητούσε να χαλάσει ένα μεγάλο χαρτονόμισμα. Καθώς ο μπακάλης ανοιγόταν για να βρει ψιλά, ο απατεώνας γρήγορα αρπάζει τα λεφτά και το έσκαγε, αφήνοντας τον καταστηματάρχη αποσβολωμένο και γεμάτο μέλι και αλεύρι.
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα κατηγορία απάτης στην Παλιά Αθήνα ήταν οι «καρσιλαματζήδες», που εξειδικεύονταν στο να προσεγγίζουν τα θύματά τους σε συνωστισμένα μέρη. Ο καρσιλαματζής πλησίαζε το θύμα, προσποιούμενος ότι βιάζεται και, δήθεν κατά λάθος, τον έσπρωχνε για να του προκαλέσει εκνευρισμό και σύγχυση. Την ώρα που το θύμα προσπαθούσε να αποφύγει τον πρώτο, ένας δεύτερος συνεργός “ξελάφρωνε” το θύμα από τα υπάρχοντά του.
Καθώς η πόλη μεγάλωνε και οι ανάγκες άλλαζαν, οι απάτες στην Αθήνα εξελίσσονταν.
Από τους «Παντουφλάδες» στους «Σουφρατζήδες»
Η έλευση των τραμ και των πρώτων σταθμών ηλεκτρικού έκανε ευκολότερη τη δράση για τους «πορτοφολάδες» και τους «παντουφλάδες» της εποχής. Ο «παντουφλάς» ήταν ειδικός στο να κλέβει από τις πίσω τσέπες, ενώ ο «πορτοφολάς» στοχεύε τα σακάκια των καλοβαλμένων κυρίων. Τα σωματικά χαρακτηριστικά και η ευκινησία ήταν εξίσου σημαντικά για τους «σουφρατζήδες», οι οποίοι δρούσαν κυρίως τις νύχτες, επιδεικνύοντας ευκαμψία και ταχύτητα. Ο περίφημος Νικολής Τσολάκης, ένας διάσημος πορτοφολάς, ήταν ιδιαίτερα ξακουστός για το γεγονός ότι είχε χάσει δύο δάχτυλα, μετατρέποντας τα υπόλοιπα σε μια «τσιμπίδα» που τον έκανε αόρατο στα βλέμματα των περαστικών.
«Καλοθελητές» και «Ψυχικάρηδες»: Οι Ευρηματικοί Υπηρέτες του Δρόμου
Μια ακόμα εκδοχή απάτης περιλάμβανε τους αποκαλούμενους «καλοθελητές», που ειδικεύονταν στο να πείθουν αφελείς κυρίες να εγκαταλείψουν προσωρινά τα σπίτια τους με διάφορες προφάσεις, όπως έκτακτα νέα ή ανάγκες συγγενών. Ενώ το θύμα απουσίαζε, οι απατεώνες εισέβαλαν στο σπίτι, αρπάζοντας ό,τι μπορούσαν. Οι «ψυχικάρηδες» ήταν μια παρόμοια κατηγορία που παρακολουθούσε κηδείες και άλλες εκδηλώσεις, όπου είχαν την ευκαιρία να εισβάλουν στα σπίτια των συγγενών ανενόχλητοι.
Οι απάτες στην Αθήνα, όπως περιγράφονται στο βιβλίο του Θωμά Σιταρά, φέρνουν στο φως τις τεχνικές και τις μεθόδους μιας άλλης εποχής, όπου η εξαπάτηση είχε μετατραπεί σε τέχνη. Από τους ευρηματικούς μουστερήδες, τους ψευδοπροφήτες και τους καρσιλαματζήδες έως τους πιο σκληροτράχηλους πορτοφολάδες, αυτές οι ιστορίες μαρτυρούν ότι οι απάτες στην Αθήνα δεν ήταν απλώς παράβαση αλλά μια απόδειξη της μοναδικής προσαρμοστικότητας και ευφυΐας των Αθηναίων.
Διαβάστε “Το εγχειρίδιο του Καλού Απατεώνα” από τις εκδόσεις iWrite