Υψίφωνα ανεμίσματα
σε σκιόφωτες
ροές
τριζοβολούν
του κοριτσιού
τη νήδυμο σιγή
μ’ έναν υγρόληκτο λυγμό
στα διψαλέα χείλη
που κρυσταλλώνουν
άλικα φιλιά της αμφιλύκης…
Σ’ ένα ψιμύθι του άνεμου
άφρη σιγαλινή
στο ρεύμα το γεράνιο γυμνή
μια λαμπηδόνα
μαγνάδι του αγάπανθου
σαν ωκεάνιο δάκρυ
που πάχνιασε στα μάτια μου
τη μέθη
απ’ τ’ άρωμά του…
Ξετύλιγες ‘ραδίζουνε οι μνήμες σα στροβιλίζουν στα πεζούλια της ψυχής πνοΐζουνε το πράο φως στην αγιασμένη σκόνη και λιτανεύουνε τη γύρη των νεκρών αντιφεγγίζοντας μια μακραντίλαλη αντηλιά που βοστρυχώνει αγαλινά τα χρώματα στο ρίγος.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.