Φωτογραφία: είναι τέχνη ή τεχνική;
(το βιβλίο «Βάθος Πεδίου» δίνει απάντηση στο δίλημμα)
Στο βιβλίο «Βάθος Πεδίου: κείμενα και σκέψεις για τη φωτογραφία», η απάντηση είναι ξεκάθαρη.
Όπως μπορούμε να δούμε και στο βιβλίο, όλοι σκεφτόμαστε για τη φωτογραφία πως συγκαταλέγεται στις τέχνες. Είναι γενικώς αποδεκτή ως τέχνη, κι ακόμα περισσότερο ως καλλιτεχνικό μέσο. Όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Η φωτογραφία από γενέσεώς της έπρεπε να αγωνιστεί και να αποδείξει την καλλιτεχνική της φύση, για να μπορέσει να γίνει αποδεκτή ως γνήσιο μέλος της οικογένειας των Τεχνών.
Οι άνθρωποι που άρχισαν να χρησιμοποιούν αυτό το νέο μέσο δημιουργίας εικόνων θέλησαν να το «επιβάλλουν» ως καλλιτεχνικό μέσο. Να το εντάξουν στον χώρο των Καλών Τεχνών. Όμως, χωρίς να έχουν εντοπίσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ακόμη κι ενώ δεν είχαν άλλες προσλαμβάνουσες σχετικά με τη δημιουργία εικόνων, παρά μόνο από τη ζωγραφική. Όλες οι εικόνες τέχνης που γνώριζαν οι άνθρωποι μέχρι τότε προέρχονταν από τη ζωγραφική.
Κι έτσι, από νωρίς, η φωτογραφία και η ζωγραφική θεωρήθηκαν αδελφές, με τη νεότερη να ανταγωνίζεται τη μεγαλύτερη.
Να δανείζεται τα ρούχα και τα στολίδια της, με σκοπό να της μοιάσει. Να γίνει κι αυτή το ίδιο όμορφη και αποδεκτή. Είναι εκπληκτικό, αν σκεφτεί κανείς την ιστορία της, το πόσο σπάνια η φωτογραφία ήταν σε θέση να είναι ο εαυτός της. Ακόμα και τα πρώτα της ονόματα ήταν «νταγκεροτυπία» και «καλοτυπία».
Η διαφοροποίηση της Φωτογραφίας από τις Τέχνες
Όμως, αυτό που ξέρουμε σήμερα και οφείλουμε πλέον να αντιληφθούμε και να παραδεχτούμε είναι πως οι δυο αδελφές όχι μόνο δεν μοιάζουν καθόλου, αλλά πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά καλλιτεχνικά μέσα. Δυο μέσα που δεν έχουν τίποτα κοινό, παρά μόνο ίσως την περιστασιακή παρουσία του τελικού, συνήθως παραλληλόγραμμου, έργου στον τοίχο. Αν σκεφτεί κανείς τη δημιουργική διαδικασία των δυο μέσων, μπορεί εύκολα να διαπιστώσει πως είναι εντελώς αντίθετες. Αρκεί μια ματιά στους πίνακες και τις φωτογραφίες του Edgar Degas για να αντιληφθούμε πως ο μεγάλος δημιουργός είχε ήδη κατανοήσει τις διαφορές στη φύση των δυο μέσων.
Η βασικότερη, ίσως, διαφορά τους είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί το κάθε μέσο.
Η γλώσσα της ζωγραφικής είναι αυτοαναφορική, κυριολεκτικά. Από τη φύση της, η ζωγραφική αναφέρεται στον εαυτό της, μεταφράζει τον κόσμο στη γλώσσα της. Έτσι, ένας ζωγράφος που ζωγραφίζει ένα τοπίο μπορεί να επιλέξει να μη ζωγραφίσει κάποια στοιχεία της πραγματικότητας (δένδρα π.χ.) ή να επιλέξει να τα «τοποθετήσει» στον καμβά του σε σημείο διαφορετικό από αυτό που βρίσκονται στην πραγματικότητα, διότι πιθανόν έτσι να δημιουργείται μια πιο ενδιαφέρουσα σύνθεση.
Επίσης, ένας ζωγράφος μπορεί να σβήσει ή να κάνει όποιες διορθώσεις θέλει στο έργο του, ενώ δεν είναι καθόλου υποχρεωμένος να παραμείνει πιστός στη χρωματική παλέτα της σκηνής. Μπορεί να χρησιμοποιήσει τα χρώματα της δικής του παλέτας.
Ένας φωτογράφος δεν μπορεί να κάνει τίποτα από αυτά, πατώντας το κουμπί του κλείστρου. Σηκώνοντας τη μηχανή στο μάτι του, καλείται να αντιμετωπίσει τα πράγματα ως έχουν. Η γλώσσα της φωτογραφίας είναι η γλώσσα των γεγονότων. Και δεν εννοώ αυτά των ειδήσεων ή κάτι δραματικό, αλλά οτιδήποτε απλώς συμβαίνει εκείνη τη στιγμή. Από τη φύση της η φωτογραφία αναφέρεται στην πραγματικότητα και όχι στον εαυτό της. Είναι εντελώς αντίθετη από τη ζωγραφική. Συνήθως, λέμε πως «τραβήξαμε» ή «βγάλαμε» ή ακόμα πως «πήραμε» μια φωτογραφία. Αυτές τις λέξεις χρησιμοποιούμε. Κι όχι μόνο εμείς. Οι αγγλοσάξονες λένε «take a picture». Από πού την «τραβήξαμε», τη «βγάλαμε», την «πήραμε»; Προφανώς, από την πραγματικότητα.
Για τη φωτογραφία και τη ζωγραφική
Αν σκεφτείτε την ορολογία και τις λέξεις που χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε για τη φωτογραφία, θα αντιληφθείτε πως πρόκειται για οπτική τέχνη και όχι εικαστική. Το σημαντικό εδώ, και κάτι που συχνά αγνοείται, είναι ότι η φωτογραφία είναι το μόνο οπτικό μέσο που έχει έμφυτη σχέση με την πραγματικότητα. Μια πρώτη συνειδητοποίηση που επέφερε η φωτογραφία στους ζωγράφους ήταν ότι δεν υπήρξε ποτέ καμία έμφυτη σχέση μεταξύ ζωγραφικής και πραγματικότητας.
Η ζωγραφική μπορεί να μην είναι πιστή στην πραγματικότητα. Η φωτογραφία δεν μπορεί.
Γι’ αυτό κι ένα ζωγραφικό τοπίο το αντιλαμβανόμαστε ως πίνακα και όχι ως πραγματικό τοπίο. Για να το θέσω αλλιώς: για να γίνει μια φωτογραφία, πρέπει να υπάρχει και κάτι άλλο εκτός από τον φωτογράφο και τα μέσα του (φως, φιλμ/αισθητήρα και κάμερα). Πρέπει να υπάρχει και κάτι στην πραγματικότητα. Για να γίνει ένας πίνακας, αρκεί ο ζωγράφος και τα μέσα του. Αυτό μας φέρνει σε μια ακόμα θεμελιώδη διάκριση, που ανατρέπει την παραδοχή της πρώτης παραγράφου αυτού το άρθρου.
Από τα παραπάνω που αναφέρονται και στο βιβλίο για τη φωτογραφία, προκύπτει πως εν τέλει δεν είναι… τέχνη. Τουλάχιστον, όχι με την έννοια που έχουμε μάθει να δίνουμε στη λέξη ή τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την τέχνη από την Αναγέννηση και ύστερα. Είναι κάτι εντελώς νέο στην ανθρώπινη εμπειρία, κάτι που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάνουν πριν έναν αιώνα περίπου. Όπως οι αεροπορικές πτήσεις, τα κινητά τηλέφωνα ή η επικοινωνία μέσω του διαδικτύου.
Το βασικό κίνητρο ενός φωτογράφου είναι διαμετρικά αντίθετο από το βασικό κίνητρο ενός καλλιτέχνη, ανεξαρτήτως καλλιτεχνικού μέσου. Ο καλλιτέχνης προσπαθεί να δημιουργήσει κάτι που δεν υπήρχε ποτέ πριν. Ο φωτογράφος προσπαθεί να διατηρήσει κάτι που στην πραγματικότητα θα σταματήσει να υπάρχει, με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, την ακριβώς επόμενη στιγμή.
Πάνος Κασίμης
Καθηγητής Φωτογραφίας & Συγγραφέας
βιβλίο: «Βάθος Πεδίου: κείμενα και σκέψεις για τη φωτογραφία»