Καστελόριζο, 23/4/2010
Ο Γιώργος Jeffrey Παπανδρέου πήρε τη θέση του πίσω από το πλήθος των μικροφώνων που ήταν στημένα μπροστά του. Ήταν χαμογελαστός, ενώ η ήρεμη θάλασσα πίσω του γέμιζε το πλάνο των τηλεοράσεων με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ένιωσε τον λαιμό του παράξενα κλειστό και έπιασε το ποτήρι με το νερό. Πριν προλάβει να το φέρει στο στόμα του, άρχισε να έχει σπασμούς και να πνίγεται. Το συγκεντρωμένο πλήθος έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης και φόβου, καθώς είδε τον πρωθυπουργό να βγάζει αφρούς από το στόμα του και λίγα δευτερόλεπτα μετά να πέφτει από την ξύλινη εξέδρα που είχε στηθεί ειδικά για το διάγγελμα.
Οι άντρες της ασφάλειάς του τον περικύκλωσαν, δημιουργώντας έναν κλοιό. Ο προσωπικός του γιατρός άρχισε να τρέχει προς την εξέδρα. Ο Ο Γιώργος Jeffrey Παπανδρέου έπιασε τον λαιμό του, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να αναπνεύσει, αλλά το μωβ χρώμα που είχε ήδη απλωθεί στο πρόσωπό του και τα διάπλατα από τον τρόμο μάτια του έδειχναν ότι δεν τα καταφέρνει. Ένα λεπτό μετά, οι σπασμοί σταμάτησαν και το σώμα του πήρε μια αφύσικη στάση. Ο πρωθυπουργός της χώρας ήταν νεκρός.
Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, Λίγες Ημέρες Πριν
Η μαυροφορεμένη γυναίκα με το μαντίλι στα μαλλιά προχωρούσε στον στενό διάδρομο κοιτάζοντας προσεκτικά γύρω της, μήπως την έβλεπε κάποιος. Έφτασε έξω από την αίθουσα, έριξε μια τελευταία προσεκτική ματιά πίσω της και άνοιξε την πόρτα. Ήταν ένα δωμάτιο δίπλα στην εκκλησία, το οποίο, λόγω της περασμένης ώρας, ήταν άδειο. Στο εσωτερικό υπήρχαν μόνο γυμνοί τοίχοι και ένα τραπέζι, πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένο ένα φέρετρο. Κατέβασε το μαντίλι από το κεφάλι της και άφησε ελεύθερα τα ξανθά μαλλιά της.
Μετά από λίγα λεπτά και ενώ η ξανθιά γυναίκα άναβε μερικά κεριά τα οποία είχε βγάλει από την τσάντα της, άνοιξε η πόρτα. «Καλησπέρα, Δήμητρα», είπε χαμηλόφωνα η σκοτεινή φιγούρα που μπήκε και κατέβασε την κουκούλα του. «Καλησπέρα, Κώστα», απάντησε η γυναίκα και συμπλήρωσε: «Δεν χρειάζονται ονόματα. Και, άλλωστε, για αυτό που πρόκειται να κάνουμε, νομίζω είναι προτιμότερο να με λες Πράσινη Μάγισσα». Το «Θείο Βρέφος», όπως τον αποκαλούσαν κάποτε, συμφώνησε με ένα νεύμα του κεφαλιού και άνοιξε το σακίδιο που κουβαλούσε. «Έφερα ό,τι μου ζήτησες», είπε και έβγαλε από την τσάντα ένα κασετόφωνο, ένα ζιβάγκο και ένα ρολόι.