Κανείς δεν µπορούσε να µπει στην επικίνδυνη ζώνη της σχέσης τους. Ο Ορφέας βρέθηκε κοντά της κι αφέθηκε στον παράδεισό της παλεύοντας µε τη δική του κόλαση. Του χάιδευε τα µαλλιά όσο εκείνος έσερνε τα χείλη από τον µώλωπα στο στόµα της, λες και φίλαγε φωτιά. Με ευλαβική προσοχή, µην καεί.
«Σ’ αγαπάω, Ορφέα µου…»
Όπως την είχε αγκαλιά και τη φιλούσε, σταµάτησε. Ενοχές.
«Θέλω να µείνω µόνος».
Μετά την απολογία, η αποµόνωση. Να κρυφτεί από τη ζωή τους εξορίζοντας τον εαυτό του στους λαβύρινθους µιας παγιδευµένης µοναξιάς. Λιποτάκτης στο ίδιο του το σκοτάδι, έτρεµε να πατήσει την γκρίζα ζώνη του µυαλού του.
Λαβύρινθος φτιαγµένος από µοναξιά, λύπες και φόβο.
«Παγίδα είναι το πέρασµα µια µέρα θα χαθείς.
Πάρε τον µίτο να βρεις την έξοδο».
Αν λυγίσει στη δύναµη της αγάπης τους και υποκύψει, έδωσε όρκο στον εαυτό του να ψαλιδίσει τον µίτο µόλις τον αγγίξει.
Το σταυροδρόµι όπου το παρελθόν παγιδεύτηκε σε ένα αιώνιο παρόν. Οι δικές σου µνήµες από τι χρώµατα έχουν φτιαχτεί; Κρατάς µίτο ή ψαλίδι; Και τι κρύβεις πίσω από τη δική σου Δεύτερη Πόρτα;
Ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που θέτει στον αναγνώστη το αμείλικτο ερώτημα: Οι δικές σου μνήμες από τι χρώματα έχουν φτιαχτεί;
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.