Σαν βρύση η µάνα στάλαξε µέσα στην αγκαλιά της δύο δροσερές σταγόνες. Δύο αγόρια. Τον Μάρκο και τον Δηµοσθένη. Έµαθαν να γελάνε και να κλαίνε µε συντροφιά τον απόηχο του πολέµου. Κι όπως έτρεχαν µέσα στους αγρούς παίζοντας γύρω απ’ τις µυγδαλιές, έτσι έτρεξαν και τα χρόνια, αφού σµίλεψαν στο κορµί τους µια αλλιώτικη νιότη. Απ’ την ψυχή τους ανέβλυσε η λαχτάρα για το κόµµα και ο πύρινος έρωτας για την ίδια κοπέλα. Η Μυγδαλιά διάλεξε τον έναν από τους δύο, κείνον που πίστεψε ότι θα φροντίσει να µη δακρύσουν ποτέ τ’ άνθη της. Το µυρωδάτο όνοµά της έσπειρε στις καρδιές των δίδυµων αδερφών µία άσβεστη επιθυµία για κοινή εκδίκηση. Η πληγωµένη αδελφοσύνη, όση είχε αποµείνει, έδωσε τη θέση της στην ιδεολογική σύγκρουση, στην προδοσία, στην εγκατάλειψη και στη φυγή. Η λυγερόκορµη γυναίκα, η άτεγκτη συνείδηση, η µαταιόδοξη πάλη ανάµεσα στη δεξιά και την αριστερά, η πανέµορφη Ανεµώνη, οι φίλοι, η οικογένεια, όλα µπήκαν στον µύλο της µνήµης δεκαετίες αργότερα, έναν ηλιόλουστο Γενάρη. Οι µυγδαλιές, δακρυσµένες, ήρθαν στο προσκεφάλι της ζωής να ξεπροβοδίσουν εκείνους που αγάπησαν αληθινά έστω για µια φορά στη ζωή τους, αλλά δεν τόλµησαν ποτέ να το προσφέρουν δώρο.
Η µετεµφυλιακή Ελλάδα του 1950 µέσα από αλύτρωτα γεγονότα. Ένα δυνατό µυστικό, καλά κρυµµένο, ανάµεσα στη Σκιάθο, στην Κερύνεια και στην Αθήνα. Μια δικαίωση για λογαριασµό εκείνης που δεν ξέχασε το όνειρο για τη ζωή που δεν ήρθε.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.